Ο όρος “comfort food” αναφέρεται σε εκείνα τα τρόφιμα των οποίων η κατανάλωση παρέχει παρηγοριά ή αίσθημα ευεξίας. Τα τρόφιμα εκείνα, με άλλα λόγια, που προσφέρουν ένα είδος ψυχολογικής, και συγκεκριμένα συναισθηματικής, υποστήριξης. Συχνά υποδεικνύεται ότι τα τρόφιμα αυτά έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε θερμίδες (έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη ή/και υδατάνθρακες) και τείνουν να σχετίζονται με την παιδική ηλικία και την οικιακή μαγειρική.

Πράγματι, τα “comfort food”, συχνά παρασκευάζονται με απλό ή παραδοσιακό τρόπο και μπορεί να έχουν μια νοσταλγική ή συναισθηματική επίδραση, ίσως να μας θυμίζουν το σπίτι, την οικογένεια, ή και τους φίλους. Άλλωστε η νοσταλγία είναι μια σημαντική πτυχή πολλών εορταστικών γευμάτων όπως π.χ. η ημέρα των Ευχαριστιών στις ΗΠA.

Σε πρόσφατη έρευνα που έγινε στη Βόρεια Αμερική, η πλειονότητα (81%) των ερωτηθέντων είτε συμφώνησε, ή συμφώνησε έντονα ότι η κατανάλωση μιας αγαπημένης τροφής τους κάνει να αισθανθούν καλύτερα. Από την άλλη πλευρά, πολλές γυναίκες, όταν ερωτήθηκαν, ανέφεραν ότι η κατανάλωση “comfort food”, έχει ως αποτέλεσμα να τις κάνει να νιώθουν τύψεις, στη σκέψη ότι καταναλώνουν κάτι ανθυγιεινό.

Η φράση “comfort food”, πρωτοεμφανίζεται σε μια δημοσίευση που έγινε το 1966, στην Palm Beach Post και αφορούσε την παχυσαρκία: « Οι ενήλικες, όταν υποφέρουν από έντονο συναισθηματικό στρες, στρέφονται προς αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί “comfort food” – τα τρόφιμα που σχετίζονται με την ασφάλεια της παιδικής ηλικίας, όπως το μελάτο αυγό της μαμάς ή η περίφημη κοτόσουπα». Δεδομένου ότι η συνήθης (υγιής) διατροφή έχει επίσης ως αποτέλεσμα την αίσθηση της ευημερίας, είναι ίσως σημαντικό εδώ να γίνει διάκριση μεταξύ του καθημερινού φαγητού και του “comfort food”.

Υπάρχουν, άραγε, ιδιαίτερες γεύσεις, υφές, μυρωδιές κλπ., που τείνουν να παρουσιάζονται πιο συχνά στα “comfort food”;

Όπως έχει διαπιστωθεί από μελέτες, διαφορετικοί άνθρωποι αναγνωρίζουν διαφορετικά τρόφιμα ως “comfort”, αυτό καθιστά τον εντοπισμό κοινών χαρακτηριστικών, σχετικά δύσκολο. Ενώ για παράδειγμα, μπορεί να είναι αλήθεια ότι πολλά “comfort food”, είναι πλούσια θερμίδων, σίγουρα δεν συμβαίνει πάντοτε αυτό.

Για να κατανοήσουμε τι είναι ξεχωριστό για τα “comfort food”, πρέπει να εξετάσουμε το ρόλο που διαδραματίζουν οι πιο «συναισθηματικές» αισθήσεις και συγκεκριμένα, η αφή, η οσμή και η γεύση. Στην πραγματικότητα, μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτό που είναι συνηθισμένο για τα τρόφιμα που θεωρούμε «ανακουφιστικά» σχετίζεται με τις από του στόματος-σωματοαισθητικές ιδιότητες τους, δηλαδή με το τι αισθάνονται στο στόμα οι καταναλωτές, την ώρα που τα καταναλώνουν. Όπως το θέτει ο Rufus (2011): «οι περισσότεροι από εμάς χαλαρώνουμε από το μαλακό, γλυκό, λείο, αλμυρό και λιπαρό».

Οι Spence και Piqueras-Fiszman σημειώνουν ότι τα “comfort food” συνήθως έχουν μια απαλή υφή (απλά σκεφτείτε, για παράδειγμα, πατάτες πουρέ, σάλτσα μήλου και πολλές πουτίγκες). Οι Dornenburg και Page υποθέτουν ότι τα τρόφιμα που έχουν αυτή την υφή θεωρούνται ότι δίνουν την αίσθηση τόσο της παρηγοριάς, όσο και της φροντίδας.

Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι αναφέρουν ότι τα ζεστά χέρια κάνουν τους ανθρώπους να αισθάνονται πιο καλά, φαίνεται, δηλαδή, να υπάρχει σχέση μεταξύ της σωματικής και της κοινωνικής ζεστασιάς-ασφάλειας. Για παράδειγμα, όσοι αισθάνονται μοναξιά θα μπορούσαν να επωφεληθούν ψυχολογικά, από το να κρατήσουν κάτι ζεστό στα χέρια τους (σκεφτείτε ένα πιάτο ζεστής κοτόσουπας ή ένα ανακουφιστικό φλιτζάνι τσάι). Ομοίως, οι οσφρητικές ιδιότητες μπορούν να δώσουν μια ισχυρή συναισθηματική βοήθεια, καθώς έχει αποδειχθεί ότι βοηθούν στη χαλάρωση. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ορισμένα αιθέρια έλαια εμφανίζονται σαν χαλαρωτικά αρώματα τόσο στον τομέα της αρωματοθεραπείας, όσο και στα τρόφιμα, π.χ. λεβάντα, λεμονόχορτο ή δεντρολίβανο.

Όσον αφορά τις βασικές γεύσεις, η γλυκιά και η αλμυρή (και, μάλλον, το umami) φαίνεται να είναι πολύ πιο διαδεδομένες γεύσεις στα “comfort food”, παρά η ξινή ή η πικρή γεύση. Άλλωστε τα τρόφιμα που μας άρεσαν ως παιδιά τείνουν να διαφέρουν από εκείνα που μας δελεάζουν ως ενήλικες. Δεδομένου ότι στα παιδιά δεν αρέσουν οι πικρές γεύσεις, ούτε τα λαχανικά, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι δεν υπάρχουν πράσινα “comfort food”. Εν ολίγοις, υπάρχουν ελάχιστα σαφή στοιχεία για την υποστήριξη ενός συγκεκριμένου οργανοληπτικού προφίλ σε μια σειρά από κοινά “comfort food”, άλλα, ίσως θα μπορούσαμε να πούμε, ότι κατά μέσο όρο τείνουν να είναι μαλακά, λεία, γλυκά και πιθανόν να έχουν γεύση αλμυρή ή umami.

Αναφορικά με το επιθυμητό αποτέλεσμα χαλάρωσης και ευεξίας που επιδιώκεται με την κατανάλωση των “comfort food” αρκετοί είναι εκείνοι που πιστεύουν πλέον, ότι ίσως να μην είναι επιτευκτό. Οι αισθητικές και ηδονικές αντιδράσεις μας σε διαφορετικές βασικές γεύσεις, αρώματα και ενδεχομένως υφές των τροφίμων, αλλάζουν ως συνάρτηση των επιπέδων διάθεσης / άγχους / στρες που βιώνουμε. Έτσι, για παράδειγμα, κάτω από αγχωτικές συνθήκες, η ηδονική ελκυστικότητα της γλυκύτητας έχει αποδειχθεί ότι αυξάνεται, όπως και η πικρή επίγευση της σακχαρίνης.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια νευροψυχοφαρμακολογική σκοπιά για τα “comfort food”. Έχει αναφερθεί, ότι η κατανάλωση εύγευστων τροφών, μπορεί να οδηγήσει στην απελευθέρωση οπιούχων ενώσεων σε ελάχιστη βέβαια ποσότητα, που ενισχύουν όμως τη διάθεση. Ομοίως, η κατανάλωση γλυκών τροφίμων υψηλής περιεκτικότητας σε σάκχαρα, (π.χ. το παγωτό, τα μπισκότα ή η σοκολάτα) έχει συνδεθεί με την απελευθέρωση των οπιούχων και της σεροτονίνης, η οποία, για άλλη μια φορά, μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση (ή στην πρόληψη της μείωσης) της διάθεσης. Η άμεση έγχυση ενός διαλύματος λιπαρών οξέων στο έντερο μπορεί να συμβάλει στη μείωση των αρνητικών συναισθηματικών επιπτώσεων της παρακολούθησης μιας δραματικής ταινίας. Τέλος, υπάρχουν ενδείξεις ότι η κατανάλωση μαύρου τσαγιού (που συχνά θεωρείται ένα αναζωογονητικό ποτό στο Ηνωμένο Βασίλειο), μπορεί επίσης να μειώσει το άγχος, καθώς οδηγεί σε σημαντική μείωση της κορτιζόλης.

Τέλος θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, βασιζόμενοι στην έρευνα των Troisi, Gabriel και των συναδέλφων τους, ότι τα “comfort food” λειτουργούν στην πραγματικότητα περισσότερο, μέσω της ελάφρυνση της κοινωνικής απομόνωσης και λιγότερο μέσω της βελτίωσης της διάθεσης.

Σε κάθε περίπτωση…δε θα αφήσουμε όλα αυτά τα στοιχεία να μας αποτρέψουν από το να απολαύσουμε το αγαπημένο μας, παιδικό, «φαγητό της παρηγοριάς».